- ἀλωῆς
- ἀλωεύςlike saltmasc nom plἀλωεύςlike saltmasc nom/voc plἀλωήthreshing-floorfem gen sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλωῆς — ἀλωῆς , ἀλωεύς like salt masc nom pl ἀλωῆς , ἀλωεύς like salt masc nom/voc pl ἀλωῆς , ἀλωή threshing floor fem gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλωῆς — Ἀλωεύς masc nom pl Ἀλωεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλῳῆς — ἀλωή threshing floor fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλῴης — ἁλώιος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλώῃς — ἁλίσκομαι to be taken aor subj act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… … Dictionary of Greek